ἀσθενέστατος

ἀσθενέστατος
ἀσθενής
without strength
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… …   Dictionary of Greek

  • αχνάδα — (I) η 1. ατμός υγρού που βράζει 2. η οσμή φαγητού όπως μεταδίδεται από τον αχνό του 3. ομίχλη 4. καπνός 5. ασθενέστατος ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αχνός]. (II) η 1. η λευκότητα («η αχνάδα του χιονιού») 2. η ωχρότητα («η αχνάδα που το πρόσωπο τώρα… …   Dictionary of Greek

  • ԹԱՐՄԱՏԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0799 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա. ἁσθενέστατος infirmissimus χείρον deterior, vilis Յետին. տրուպ. տկար. փանաքի. եւ Անպիտան, վատթար. ումպէտ. աւելորդ. վայրապար. անպատճառ. եւ Կցկցեալ ʼի զարդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”